μάτωμα

μάτωμα
το
αιμάτωση, ροή αίματος: Το μάτωμα της πληγής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάτωμα — ατος, το [ματώνω] 1. ροή αίματος 2. μαζεμένο στους ιστούς αίμα που προέρχεται από ρήξη αγγείου («μάτωμα πληγής») …   Dictionary of Greek

  • αιμάτωμα — το συσσώρευση αίματος κάτω από το δέρμα ή μεταξύ των οστών: Έχει στο πόδι ένα μικρό αιμάτωμα· μάτωμα, το το να τρέξει αίμα: Υποφέρει από το συχνό μάτωμα της μύτης του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμάτωμα — Η συλλογή αίματος μέσα σε μια μη προσχηματισμένη κοιλότητα των ιστών. Οφείλεται στην έκχυση μεγάλης ποσότητας αίματος από ένα αγγείο. Τα περισσότερα α. απορροφούνται αυτόματα. Χειρουργικά πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο όσα είναι επικίνδυνα λόγω… …   Dictionary of Greek

  • αιματώνω — (Α αἱματῶ, όω) 1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα 2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τόν πληγώνω 3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου 4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν τό ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”